- κατιόντων
- κάτειμιibopres imperat act 3rd plκάτειμιibopres part act masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
ιοντοανταλλακτικές ρητίνες — Φυσικοί ή συνθετικοί πολυμερείς ιοντοανταλλάκτες. Οι ι.ρ. διακρίνονται σε κατιοντοανταλλακτικές ρητίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την απομόνωση και τον διαχωρισμό κατιόντων, γι’ αυτό περιέχουν αρνητικά φορτισμένες ομάδες (π.χ. καρβοξυλικές… … Dictionary of Greek
низъходити — НИЗЪХО|ДИТИ (16), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Сходить вниз, спускаться: въсходѧть горы низъходѧть полѧ въ мѣста сво˫а ѥже ѥси ѡсновалъ имъ. СбЯр XIII, 136; тревольны˫а стр(с)ти досѧжюща˫а ˫ако же рещи до того самого нб҃си. и низъходащи паки до бездны ||… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… … Dictionary of Greek
αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
μοντμοριλλονίτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροφυλλιτών, με κρυσταλλική δομή, που συγγενεύει με των μαρμαρυγιών. Ο χημικός του τύπος είναι (Al,Fe,Mg)4(OH)4Si8Ο20 και μέσα στον κρύσταλλο το αργίλιο (Al) βρίσκεται στο κέντρο ενός οκτάεδρου και μπορεί να αντικατασταθεί… … Dictionary of Greek
νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek